- παραπλοκάς
- παραπλοκά̱ς , παραπλοκήweaving infem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπλοκή — ἡ, Α [παραπλέκω] 1. συνύφανση 2. ανάμιξη, ένωοη, ανακάτωμα («χυμῶν παραπλοκή», Σέξτ. Εμπ.) 3. μίξη 4. μτφ. παρεμβολή («τὰς παραπλοκὰς τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ», Ερμογ.) … Dictionary of Greek